Η Τσιτσέκ είναι ο άνθρωπος πίσω από τη θρυλική Μικρά Ασία, το μικροσκοπικό κεμπαπτζίδικο στην πλατεία Αμερικής, το οποίο βρίσκεται στην οδό Μοσχονησίων και Θήρας γωνία.
Η ζωή της είναι μπλεγμένη με τις γεύσεις, τα μπαχαρικά, τα αρώματα και τη μαγεία της Ανατολής. Το όνομά της στα τουρκικά σημαίνει λουλούδι και από τότε που έφτασε στην Ελλάδα ως πολιτική πρόσφυγας δεν έχασε ποτέ το χαμόγελό της. «Καρδούλα μου, το μυστικό μας είναι ότι δουλεύουμε σαν οικογένεια. Δεν προσφέρουμε πολλά πράγματα, λίγα και καλά. Ολα όμως είναι χειροποίητα και φρέσκα. Εκεί βασίζεται η επιτυχία του μαγαζιού» μας λέει.
Η ιστορία της οικογένειάς της στην Αθήνα ξεκίνησε το 1987, όταν ο σύζυγός της Σινάν, γιατρός στο επάγγελμα, κατέφυγε στην Ελλάδα ως πολιτικός πρόσφυγας. Γεννημένη στην Πόλη, με καταγωγή από τη Σεβάστεια, τον ακολούθησε δύο χρόνια αργότερα, σε μια προσπάθεια να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα. Τα πρώτα χρόνια αναζητούσαν έναν τρόπο να εξασφαλίζουν το μεροκάματο, δοκιμάζοντας διάφορες περιστασιακές δουλειές. «Στην αρχή δεν γνωρίζαμε κανέναν στην Ελλάδα. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε από ανάγκη για να επιβιώσουμε. Ο σύζυγός μου δεν είχε καμία σχέση με αυτήν τη δουλειά. Παθολόγος ήταν. Σταδιακά όμως άρχισε να τη μαθαίνει» εξηγεί η Τσιτσέκ. Μπορεί οι άνθρωποι που ξεκίνησαν τη Μικρά Ασία να μην είχαν προηγουμένως εμπειρία σε αυτό τον τομέα, σιγά σιγά όμως το μαγαζί, το οποίο άνοιξε πριν από δεκαεπτά χρόνια, άρχισε να γίνεται γνωστό χωρίς διαφήμιση, να ακούγεται από στόμα σε στόμα. Οι κάτοικοι από την Κυψέλη και τα Πατήσια έβρισκαν στη γειτονιά τους παραδοσιακές και αυθεντικές γεύσεις από την Ανατολή, απλά πιάτα φτιαγμένα με μεράκι, χωρίς επιτήδευση, πολλά χρόνια προτού όλα αυτά γίνουν μόδα και σύγχρονη τάση για τους Αθηναίους foodies. Τι μπορεί κανείς να δοκιμάσει στη Μικρά Ασία; Χούμους με ταχίνι και σκόρδο, ανατολίτικα τυροπιτάκια με φέτα και μαϊντανό, χειροποίητο ντονέρ από μοσχάρι γάλακτος, ατζέν πιλάφ και φυσικά κεμπάπ. Και όλα αυτά είναι μόνο μερικές από τις υπέροχες νοστιμιές που σερβίρουν οι ιδιοκτήτες. Στη Μικρά Ασία τη μεγαλύτερη... πέραση έχουν τα καυτερά φαγητά. «Στην αρχή ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα, αλλά τώρα ο κόσμος τα ζητάει και τα έχει συνηθίσει» λέει γελώντας η Τσιτσέκ.
«Το μαγαζί ξεκίνησε για εμάς σαν χόμπι, σαν δοκιμή. Συνεχίστηκε ως προσπάθεια για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε. Γρήγορα όμως άρχισε να μας αρέσει και να το αγαπάμε. Μπήκε στη ζωή μας και έγινε κομμάτι μας. Η Μικρά Ασία είναι κάτι που γεννήθηκε από την οικογένειά μας, δικό μας δημιούργημα. Τα φαγητά προέρχονται από την πατρίδα μας, συνταγές που εμπεριέχουν για εμάς ιστορίες, αναμνήσεις, εικόνες μακρινές από μια διαφορετική ζωή» συνεχίζει την εξιστόρησή της η Τσιτσέκ.
Ο κόσμος που συχνάζει στη Μικρά Ασία μαζεύεται στην πλατεία Αμερικής από κάθε γωνιά της πόλης. «Οι περισσότεροι πελάτες μας είναι Ελληνες και έρχονται από διάφορες γειτονιές της Αθήνας. Στην πλατεία Αμερικής ζούνε φυσικά πολλοί μετανάστες, όλοι όμως συνυπάρχουμε αρμονικά. Γνωριζόμαστε μεταξύ μας και έχουμε δημιουργήσει μια αληθινή γειτονιά. Τα πράγματα τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει εδώ πιο ήρεμα, πιο μαζεμένα σε σχέση με το παρελθόν. Οι πελάτες μας μπορεί να έρθουν από το Χαλάνδρι ή την Κηφισιά και η γειτονιά μας να τους φαίνεται λίγο παράξενη, λίγο ξένη. Για εμάς όμως δεν είναι έτσι. Εδώ ζούμε και έχουμε συνηθίσει. Είναι το σπίτι μας. Είμαστε ευχαριστημένοι με τον τρόπο που περνάμε τις μέρες μας» διευκρινίζει η Τσιτσέκ.
Τα παιδιά της Τσιτσέκ και του Σινάν είναι η δεύτερη γενιά της Μικράς Ασίας, από μικροί μέσα στην κουζίνα, οι οποίοι αποφάσισαν να ανοίξουν ένα αντίστοιχο μαγαζί στο Παγκράτι, σε διαφορετική γειτονιά, με τις ίδιες όμως συνταγές, με την ίδια φιλοσοφία που έμαθαν από παιδιά. Η Εύα, ο Ορέστης, η Ολγα και ο Φιντέλ είναι οι συνεχιστές της δουλειάς των γονιών τους, που ταξιδεύουν το διάσημο κεμπάπ, τα ορεκτικά και τα ανατολίτικα γλυκά τους και στο Παγκράτι.
Στο μέλλον σκοπεύουν να συνεχίσουν αυτό που ξεκίνησαν. «Ηρθαμε μικροί. Εδώ μεγαλώσαμε, εδώ γεράσαμε, εδώ θα γεράσουμε κι άλλο. Αγαπάμε πολύ την Ελλάδα. Με τους πελάτες είμαστε απλοί και ανθρώπινοι. Τους μιλάμε για τα φαγητά της ημέρας και εκείνοι μας εμπιστεύονται και μας αγαπάνε. Αυτό μας δίνει χαρά. Η ευτυχία μας είναι να έχουμε δουλειά, να βγαίνει το μεροκάματο. Δεν ζητάμε πολλά παραπάνω» καταλήγει η Τσιτσέκ, η οποία πρέπει να επιστρέψει στην κουζίνα, να συνεχίσει τα ψώνια και την προετοιμασία για το βράδυ. «Καρδούλα μου, ξέχασα να σου πω να δοκιμάσεις τον μπακλαβά μας, είναι πολύ νόστιμος» είναι η τελευταία φράση της.
- Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento